Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη
η Салоники (ном и город в Македонии);
тж. Σαλονίκη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Θεσσαλονίκη" в других словарях:

  • Θεσσαλονίκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλονίκῃ — Θεσσαλονίκη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — Sp Salonikai Ap Θεσσαλονίκη/Thessaloniki Sp Tesalonikė Ap Θεσσαλονίκη/Thessaloniki L mst., Vid. Makedonijos adm. srities c. ir nomas ŠR Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θεσσαλονίκη — η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, δεύτερη πόλη της Ελλάδας σε πληθυσμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγαθοπούλου-Κέντρου, Μαρία — (Θεσσαλονίκη 1930 –).Ποιήτρια και πεζογράφος. Οι γονείς της εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961 με την ποιητική συλλογή Ψυχή και Τέχνη. Ακολούθησαν οι συλλογές:… …   Dictionary of Greek

  • Ασλάνογλου, Νίκος — (Θεσσαλονίκη 1931 – 1996). Επιχειρηματίας και ποιητής. Οι γονείς του ήταν Μικρασιάτες και εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αγγλική φιλολογία, σταδιοδρόμησε ως επιχειρηματίας, παράλληλα όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ατατούρκ, Κεμάλ Μουσταφά — (Θεσσαλονίκη 1881 – Κωνσταντινούπολη 1938). Τούρκος πολιτικός και στρατιωτικός, θεμελιωτής της νέας Τουρκίας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία και στη Σχολή Πολέμου της Κωνσταντινούπολης και διακρινόταν για την ιδιαίτερη επίδοσή του στα… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος ο Μυροβλήτης — (Θεσσαλονίκη 280 – 304 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Προερχόταν από ευγενή οικογένεια της Θεσσαλονίκης και έλαβε όλα τα εφόδια για μια πετυχημένη σταδιοδρομία. Νέος ακόμα κατέλαβε ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αυτό όμως …   Dictionary of Greek

  • Κούδας, Γιώργος — (Θεσσαλονίκη 1946 –). Ποδοσφαιριστής. Ταυτίστηκε με τη σπουδαία ομάδα του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ‘70 και τον αθλητισμό της Βόρειας Ελλάδας. Σε ηλικία 12 ετών πήγε να δοκιμαστεί στο γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Έκτοτε συνέδεσε την καριέρα του με… …   Dictionary of Greek

  • Μοσκώφ, Κωστής — (Θεσσαλονίκη 1939 – Αθήνα 1998). Ιστορικός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο (1989 98). Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»